κώλων

κώλων
κώ̱λων , κῶλον
limb
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • Colótis — COLÓTIS, ĭdis, Gr. Κωλῶτις, ιδος, ein Beynamen der Venus, Lycophr. v. 867. welchen sie ἀπὸ τῶν κώλων, von den Gliedern, bekommen, weil einstens die Räuber, oder auch ein Tyrann einen jungen Menschen gefangen genommen, und an Händen und Füssen… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • αρμογή — η (AM ἁρμογή) 1. το σημείο όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα 2. η σύνδεση των οστών, η άρθρωση αρχ. 1. η σύμφυση δύο οστών (χωρίς άρθρωση) 2. μουσ. η αρμονία 3. «κώλων ἁρμογή» η σύνδεση των προτάσεων …   Dictionary of Greek

  • ισοκωλία — ἰσοκωλία, ἡ (Α) [ισόκωλος] η ισότητα κώλων περιόδου …   Dictionary of Greek

  • κωλομετρία — η (Α κωλομετρία) η μέτρηση τών ημιπεριόδων ή κώλων τού στίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + μετρία (< μετρος < μέτρον), πρβλ. επιπεδο μετρία, τριγωνο μετρία] …   Dictionary of Greek

  • τετρακωλία — ἡ, Α [τετράκωλος] (λέξη τής μετρικής) η ύπαρξη τεσσάρων κώλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”